- μονόλιθος
- μονόλιθος, ον (since Hdt. 2, 175; Diod S 1, 46, 1; Strabo 9, 5, 16; pap; Jos., Bell. 7, 290, Ant. 13, 211) (made of) a single stone, of a tower Hs 9, 9, 7; 9, 13, 5.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
μονόλιθος — made out of one stone masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόλιθος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (334 κάτ., υψόμ. 290), της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αταβύρου του νομού Δωδεκανήσου 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 405 κάτ.), της Θήρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού… … Dictionary of Greek
μονόλιθον — μονόλιθος made out of one stone masc/fem acc sg μονόλιθος made out of one stone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουνόλιθον — μονόλιθος made out of one stone masc/fem acc sg (ionic) μονόλιθος made out of one stone neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονολίθοις — μονόλιθος made out of one stone masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονολίθου — μονόλιθος made out of one stone masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονολίθους — μονόλιθος made out of one stone masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονολίθων — μονόλιθος made out of one stone masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόλιθα — μονόλιθος made out of one stone neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόλιθοι — μονόλιθος made out of one stone masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουνολίθου — μονόλιθος made out of one stone masc/fem/neut gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)